- εὐθηξία
- εὐθηξίᾱ , εὐθηξίαfem nom/voc/acc dualεὐθηξίᾱ , εὐθηξίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθηξία — εὐθηξία, ἡ (Α) το καλό ακόνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηξία (< θηκτός < θήγω «ακονίζω»)] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek